παραμορφῶ

παραμορφῶ
παρά-ἀμορφόω
disfigure
pres subj act 1st sg
παρά-ἀμορφόω
disfigure
pres ind act 1st sg
παρά-μορφάω
pres imperat mp 2nd sg
παρά-μορφάω
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
παρά-μορφάω
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
παρά-μορφάω
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
παρά-μορφάω
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)
παρά-μορφάω
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
παρά-μορφάζω
gesticulate
fut ind act 1st sg (attic epic ionic)
παρά-μορφόω
give shape
pres subj act 1st sg
παρά-μορφόω
give shape
pres ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παραμορφώνω — παραμορφῶ, όω, ΝΜΑ 1. μεταβάλλω τη μορφή πράγματος ώστε να φαίνεται διαφορετικό, μετασχηματίζω 2. μτφ. διαστρέφω, διαστρεβλώνω («με τις δηλώσεις του παραμόρφωσε την αλήθεια») νεοελλ. 1. αλλάζω κάτι προς το χειρότερο, κάνω κάτι ώστε να φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …   Dictionary of Greek

  • παραμορφίζω — παραμορφώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμορφῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”